-
1 ἀλάομαι
ἀλάομαι [pron. full] [ᾰλ], [dialect] Ep. [ per.] 3pl. ἀλόωνται, imper. ἀλόω (v. infr.), used by Hom. mostly in [var] contr. forms ἀλᾶσθε, ἀλώμενος, [tense] impf. ἠλώμην, [dialect] Ep. ἀλᾶτο: [tense] fut. ἀλήσομαι ([etym.] ἀπ-) Hes.Sc. 409 (A v.l. ἀπαλήσατο): [dialect] Ep. [tense] aor.ἀλήθην Od.14.120
, 362, [dialect] Dor. part. : [tense] pf. ἀλάλημαι (q.v.): ([etym.] ἄλη):—wander, roam,οἷά τε ληιστῆρες..τοί τ' ἀλόωνται ψυχὰς παρθέμενοι Od.3.73
; ;μὴ πάθωμέν τι ἀλώμενοι Hdt.4.97
;αἰσχρῶς ἀλῶμαι A.Eu.98
; ἄσιτος νηλίπους τ' ἀ. S.OC 349: esp. to be outcast, banished, ib. 444, Th.2.102, Lys.6.30, D.19.310; ἐκσέθεν by thee, S.OC 1363: —freq. with Preps.,ἀνὰ στρατὸν οἶοι ἀλᾶσθε Il.10.141
;κὰπ πεδίον..οἶος ἀλᾶτο 6.201
;πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστἐ ἀλώμενος Od.15.492
;γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις A.Pr. 666
;ἐπὶ ξένης χώρας S.Tr. 300
, cf. Isoc.4.168;οὕτω νῦν..ἀλόω κατὰ πόντον Od.5.377
, cf. A.Supp. 870; : c. acc. loci, ἀ. γῆν wander over the land, S.OC 1686;πορθμοὺς ἀ. μυρίους E.Hel. 532
;οὔρεα Theoc.13.66
.2 c. gen., wander away from, miss a thing,εὐφροσύνας ἀλᾶται Pi.O.1.58
; .II metaph., wander in mind, be perplexed, S.Aj.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλάομαι
-
2 ἄοικος
-
3 κατοικέω
κατοικέω (s. four next entries) fut. κατοικήσω; 1 aor. κατῴκησα; pf. inf. κατῳκηκέναι (Just., D. 79, 2); aor. pass. subj. κατοικηθῶ LXX (s. οἰκέω; Soph., Hdt.+).① to live in a locality for any length of time, live, dwell, reside, settle (down) intr.ⓐ w. the place indicated by ἔν τινι (X., An. 5, 3, 7; IHierapJ 212 τῶν ἐν Ἱεραπόλει κατοικούντων Ἰουδαίων; PMagd 25, 2 [221 B.C.]; PTebt 5, 180; Lev 23:42; Gen 14:12; Philo, Sobr. 68; Jos., Vi. 31; PMert 63, 9) Lk 13:4 v.l.; Ac 1:20 (cp. Ps 68:26); 2:5 v.l. (for εἰς s. below); 7:2, 4a, 48; 9:22; 11:29; 13:27; 17:24; Hb 11:9; Rv 13:12; B 11:4; IEph 6:2; Hs 3:1. Also used w. εἰς and acc. (Ps.-Callisth. 1, 38, 3 εἰς φθαρτὰ σώματα ἀθανάτων ὀνόματα κατοικεῖ; schol. on Soph., Trach. 39 p. 281 Papag.; B-D-F §205; Rob. 592f) Mt 2:23; 4:13; Ac 2:5; 7:4b. εἰς τὰ τείχη Hs 8, 7, 3. εἰς τὸν πύργον 8, 8, 5. εἰς τὸν αἰῶνα τὸν ἐρχόμενον Hs 4:2. ἐπὶ τῆς γῆς live on the earth Rv 3:10; 6:10; 8:13; 11:10ab; 13:8, 14ab; 14:6 v.l.; 17:8. ἐπὶ παντὸς προσώπου τῆς γῆς live on the whole earth Ac 17:26. ἐπὶ ξένης (i.e. χώρας) Hs 1:6. ποῦ, ὅπου Rv 2:13ab. Abs. (CB I/2, 461 nos. 294 and 295 οἱ κατοικοῦντες Ῥωμαῖοι) ὑπὸ πάντων τῶν (sc. ἐκεῖ) κατοικούντων Ἰουδαίων by all the Jews who live there Ac 22:12.ⓑ in relation to the possession of human beings by God, Christ, the Holy Spirit, and other transcendent beings, virtues, etc. (cp. Wsd 1:4; TestDan 5:1, TestJos 10:2f) ὁ θεὸς κ. ἐν ἡμῖν B 16:8. Of Christ Eph 3:17; cp. Hm 3:1. Of the Holy Spirit Hm 5, 2, 5; 10, 2, 5; Hs 5, 6, 5; ὁ κύριος ἐν τῇ μακροθυμίᾳ κ. m 5, 1, 3. ἐν αὐτῷ κ. πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος Col 2:9; cp. 1:19; ἐν οἷς δικαιοσύνη κ. 2 Pt 3:13 (cp. Is 32:16). ἡ μακροθυμία κατοικεῖ μετὰ τῶν τ. πίστιν ἐχόντων patience dwells with those who have faith Hm 5, 2, 3. Of spirit control or possession Mt 12:45; Lk 11:26 (κ. ἐκεῖ as Palaeph. 39 p. 44, 4).② to make something a habitation or dwelling by being there, inhabit τὶ someth. (Demosth., Ep. 4, 7 τ. Ἰνδικὴν χώραν; Ps.-Aristot., Mirabilia 136; SIG 557, 17 τ. Ἀσίαν; PMagd 9, 1 [III B.C.]; PTor 4, 8 [117 B.C.] τὴν αὐτὴν πόλιν; Gen 13:7; Ezk 25:16; Philo, Leg. All. 3, 2; Jos., Vi. 27 Δαμασκόν) Ἰερουσαλήμ Lk 13:4; Ac 1:19; 2:14; 4:16. Cp. 2:9 (cp. Diod S 18, 11, 2 Μεσσήνιοι καὶ οἱ τὴν Ἀκτὴν κατοικοῦντες); 9:32, 35; 19:10, 17. οἱ κατοικοῦντες τὴν γῆν the inhabitants of the earth Rv 12:12 v.l.; 17:2. κ. πόλεις (Hdt. 7, 164) Dg 5:2. οἰκίας πηλίνας 1 Cl 39:5 (Job 4:19). ὅλον τὸν κόσμον Hs 9, 17, 1. Of God ὁ κ. τὸν ναόν the One who dwells in the temple (cp. Jos., Bell. 5, 458f) Mt 23:21; cp. Js 4:5 v.l.—DELG s.v. οἶκος II C. M-M. TW.
См. также в других словарях:
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
Καμπ Ντέιβιντ — (Camp David). Η εξοχική κατοικία του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε από την Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων το καλοκαίρι του 1942, κατόπιν εντολής του προέδρου Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ, και ονομάστηκε αργότερα Κ.Ν. από τον πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek